φαρακ-

φαρακ-
см. φαλακ\

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φαρακ-" в других словарях:

  • Ομάρ — I (και ορθότερα Όμαρ). Όνομα δύο μουσουλμάνων χαλιφών του 7ου και 8ου αι. 1. Ο. A’ ιμπν αλ Χαττάμπ, ο επιλεγόμενος αλ Φαράκ (= ο Συνετός). Ξάδελφος τρίτου βαθμού του Αμπνταλλάχ, πατέρα του Μωάμεθ, υπήρξε δεύτερος χαλίφης των μουσουλμάνων.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»